- λαίτμα
- λαῑτμα, -ατος, τὸ (Α)1. βάθος, άβυσσος τής θάλασσας, βυθός («τόν... πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῑτμα ῤῑψ' ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύων», Ομ. Ιλ.)2. θαλάσσιο πέρασμα3. πέλαγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαῖ-τμα ανάγεται στο θ. τής λ. λαιμός και εμφανίζει επίθημα -μα με παρέκταση -τ- (πρβλ. άε-τ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.